ὀλίγιστος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγιστος Medium diacritics: ὀλίγιστος Low diacritics: ολίγιστος Capitals: ΟΛΙΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: olígistos Transliteration B: oligistos Transliteration C: oligistos Beta Code: o)li/gistos

English (LSJ)

   A v. ὀλίγος.

German (Pape)

[Seite 320] superl. zu ὀλίγος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίγιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ ὀλίγος, (ἴδε ὀλίγος VI).

French (Bailly abrégé)

Sp. de ὀλίγος.

English (Autenrieth)

see ὀλίγος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλίγιστος, -ίστη, -ον)
(υπερθ. του ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].