νυχτοπαρωρίτης

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. νυχτοπαρωρίτρα
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα, νυχτοκόπος («ενώ κοιμούμαι ξαγρυπνά η νυχτοπαρωρίτρα», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + παρωρίτης «αυτός που μένει αργά έξω από το σπίτι του»].