οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
το, Ν
καθετί που έχει πλεχθεί, πλέγμα, δίχτυ («στο κρεμαστό μεσόκλωνο, πλεμάτι της αράχνης», Γρυπ.)
2. (ειδικά) α) αλιευτικό δίχτυ
β) δικτυωτός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλεγμάτιον, υποκορ. του πλέγμα, με σίγηση του -γ- (πρβλ. πλεύμων: πλεμόνι)].