πλαντάζω

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

και πλαντώ / πλαντῶ, -άω, ΝΜ
αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια
2. φρ. α) «επλάνταξε η φωτιά» — κοντεύει να σβήσει ή έσβησε η φωτιά εξαιτίας της έλλειψης αέρα
β) «να σκάσεις και να πλαντάξεις» — λέγεται ως κατάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πλαντάσσω < πλατάσσω (πρβλ. τάζω: τάσσω, ταράζω: ταράσσω), με έρρινο -ν- το οποίο απαντά ήδη στον μσν. τ. (για την προσθήκη έρρινου, πρβλ. μελίντακας: μελίτακας, όντας: όταν)].