περαστικός

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό περαστός
1. αυτός που περνά, διαβαίνει από κάπου χωρίς να μένει, ο διαβατικός
2. παροδικός, εφήμερος («περαστική μπόρα»)
3. (για τόπο, δρόμο) αυτός από τον οποίο διέρχονται πολλοί, ο πολυσύχναστος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) περαστικά
(για νόσους) αυτά που περνούν χωρίς να προκαλούν ανεπανόρθωτες συνέπειες
5. φρ. «περαστικά» — ευχή σε άρρωστο ή στους συγγενείς του για γρήγορη ανάρρωση.