Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
η / παρείσδυσις, -ύσεως ΝΜΑ παρεισδύωη διείσδυση, η παρείσφρησηαρχ.1. άνοιγμα, μέρος που οδηγεί σε είσοδο2. οπή, ρωγμή3. τρόπος, μέσο εισόδου4. υπεκφυγή.