ξαλαφρώνω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
και ξελαφρώνω
1. μειώνω το βάρος, ελαφρύνω κάτι
2. γίνομαι ελαφρότερος («ξαλάφρωσε το πλοίο»)
3. ανακουφίζω, ελαφρώνω
4. ανακουφίζομαι («θα σού τά πω να ξαλαφρώσω»)
4. (για ασθενή) βελτιώνεται η υγεία μου, είμαι καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-αλαφρώνω / εξ-ελαφρώνω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξε- με επιτ. σημ.)].