Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξεδιπλώνω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

ξεδιπλώνω)
ανοίγω κάτι διπλωμένο, απλώνω («τες σημαίες τους ξεδιπλώνουν», Σολωμ.)
νεοελλ.
1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω («μη ξεδιπλώνεις το παιδί, γιατί θα κρυώσει»)
2. φρ. «τήν ξεδιπλώνω» — χορταίνωβαστώ ένα τόλορο αργυρό και φτάνει μας τους δυο μας να τήνε ξεδιπλώσομε, να σώσει ώς το λαιμό μας», Στάθ.).