ξυλοδέτης

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

ο
εργάτης μεταλλείων ο οποίος τοποθετεί κατάλληλα υποστηρίγματα στα κενά που σχηματίζονται κατά την εξόρυξη τών μεταλλευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + δένω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].