ογκοποιώ

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

ὀγκοποιῶ, -έω (Α)
1. εξογκώνω, φουσκώνω, προσδίδω ύψος στον λόγο
2. φουσκώνω τα μαλλιά, αυξάνω τον όγκο τους χρησιμοποιώντας διάφορα στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -ποιῶ (< -ποιός)].