ξυστοβόλος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ον,
A spear-darting, of Dionysus, AP9.524.15.
German (Pape)
[Seite 283] speerwerfend, Bacchus, Hymn. Bach. (IX, 524, 15).
Greek (Liddell-Scott)
ξυστοβόλος: -ον, ὁ βάλλων ξυστόν, δηλ. ἐξακοντίζων δόρυ, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance une javeline.
Étymologie: ξυστόν, βάλλω.
Greek Monolingual
ξυστοβόλος, -ον (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εξακοντίζει δόρυ («ξυστοβόλος Βάκχος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστόν «δόρυ» + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.