οδοντώνω
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀδοντῶ, -όω) οδούς
καθιστώ ένα μηχάνημα ή ένα εργαλείο οδοντωτό
νεοελλ.
ενώνω δύο ξύλινα ή μεταλλικά τεμάχια με προσαρμογή τών προεξοχών του ενός στις εσοχές του άλλου με ήλωση ή με συγκόλληση.