κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
οἰκητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α)
κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κοσμη-τήρ, κινη-τήρ)].