ὀλοθρευτής
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
German (Pape)
[Seite 325] ὁ, der Verderber, N. T., Hesych. λυμεών.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exterminateur.
Étymologie: ὀλοθρεύω.
English (Strong)
from ὀλοθρεύω; a ruiner, i.e. (specially), a venomous serpent: destroyer.
English (Thayer)
( ὀλοθρευτής), ὀλοθρευτοῦ, ὁ (ὀλοθρεύω, which see), a destroyer; found only in 1 Corinthians 10:10.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) ολοθρεύω
εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῑος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.).