οξύθηκτος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek Monolingual

ὀξύθηκτος, -ον (Α)
1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός
2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος.
επίρρ...
ὀξυθήκτως (Α)
με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία, με πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -θηκτος (< θήγω), πρβλ. αυτό-θηκτος].