ονομαίνω
From LSJ
ὀνομαίνω (Α και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαίνω) όνομα
1. καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικά
2. (για πράγματα) απαριθμώ
3. απλώς αναφέρω, λέγω
4. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω
5. απονέμω τίτλο ή αξίωμα, διορίζω
6. υπόσχομαι να κάνω κάτι.