οξύρρυγχος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, -ον)
1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος
2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός
3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος
ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών χονδρόστεων ιχθύων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια acipenseridae, παράγουν το μαύρο χαβιάρι και είναι γνωστοί σήμερα ως ακιπήσιοι, μουρούνες, στουριόνια ή ξυρίχια
μσν.-αρχ.
φρ. «οξύρρυγχος χαρακτήρ» — γραφή με πολύ λεπτά γράμματα που γράφεται με αιχμηρή γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ῥύγχος (πρβλ, μακρό-ρρυγχος, πλατύ-ρρυγχος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oxyrhynchous].