ὀπισθοδάκτυλος
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
ον,
A with fingers bent backwards, Str.2.1.9.
German (Pape)
[Seite 358] mit zurückgebogenen Fingern, Strab. 2, 1, 9, als fabelhaftes Volk.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους κεκαμμένους πρὸς τὰ ὀπίσω, Στράβ. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux doigts recourbés en arrière.
Étymologie: ὄπισθε, δάκτυλος.
Greek Monolingual
ὀπισθοδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει τα δάχτυλα λυγισμένα και στραμμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + δάκτυλος.