ὀπιθόμβροτος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπῐθόμβροτος Medium diacritics: ὀπιθόμβροτος Low diacritics: οπιθόμβροτος Capitals: ΟΠΙΘΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: opithómbrotos Transliteration B: opithombrotos Transliteration C: opithomvrotos Beta Code: o)piqo/mbrotos

English (LSJ)

ον, poet. for ὀπισθόμβροτος,

   A following a mortal, ὀ. αὔχημα the glory that lives after men, Pi.P.1.92.

German (Pape)

[Seite 357] poet. für ὀπισθόμβροτος, dem Sterblichen hinterher folgend, αὔχημα, der Nachruhm, Pind. P. 1, 92.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπῐθόμβροτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀπισθόμβροτος, ὁ ἀκολουθῶν θνητόν, ὀπ. αὔχημα, ἡ δόξα ἥτις ζῇ μετὰ θάνατον, Πινδ. Π. 1. 179.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui survit aux mortels.
Étymologie: ὄπιθε, βροτός.

English (Slater)

ὀπῐθόμβροτος
   1 that follows after men ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92)

Greek Monolingual

ὀπιθόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που ζει μετά τον θάνατο, που ακολουθεί τον θνητό («ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας» — η δόξα που ζει μετά τον θάνατο, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπιθεν, ποιητ. τ. του ὄπισθεν + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος, μελά-μβροτος].