ὀρθοστάδιον

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοστάδιον Medium diacritics: ὀρθοστάδιον Low diacritics: ορθοστάδιον Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΔΙΟΝ
Transliteration A: orthostádion Transliteration B: orthostadion Transliteration C: orthostadion Beta Code: o)rqosta/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A a loose, ungirded tunic, which hung down in straight folds from the neck to the ground (v. στάδιος, στατός), Ar.Lys.45, D.C.63.17:—also ὀρθο-στάδιος χιτών, Poll.7.49, Eust.1166.55.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοστάδιον: [ᾰ], τό, χιτὼν ἄνευ ζώνης, καταπίπτων ἐν πτυχαῖς ἀπὸ τοῦ τραχήλου εἰς τὸ ἔδαφος, Λατ. tunica recta ἢ talaris (ἴδε ἐν λ. στάδιος, στατός), Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Δίων Κ. 63. 17: ὡσαύτως ὀρθοστάδιος χιτών, Πολυδ. Ζ´, 48, Εὐστ. 466. 55. ― Πρβλ Müller Eum. § 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοστάδιοι χιτῶνες· οἱ δὲ συρόμενοι συρτοί».

Greek Monolingual

ὀρθοστάδιον, τὸ (Α)
είδος χιτώνα χωρίς ζώνη, ο οποίος έφτανε ώς το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)].