ὀρθόπνοια

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόπνοια Medium diacritics: ὀρθόπνοια Low diacritics: ορθόπνοια Capitals: ΟΡΘΟΠΝΟΙΑ
Transliteration A: orthópnoia Transliteration B: orthopnoia Transliteration C: orthopnoia Beta Code: o)rqo/pnoia

English (LSJ)

ἡ,

   A breathing only in an upright posture, orthopnoea, a symptom of various diseases, Hp.Prog.23, Acut.17.

German (Pape)

[Seite 375] ἡ, das grade, aufrechte Athmen, eine Art Engbrüstigkeit, bei der man nur grade sitzend oder stehend athmen kann, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπνοια: ἡ, εἶδος δυσπνοίας ἢ ἄσθματος, καθ’ ὃ μόνον ὄρθιός τις ἱστάμενος δύναται νὰ ἀναπνέῃ, Ἱππ. Προγν. 45, π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ. Foes Oecon.

Greek Monolingual

η (Α ὀρθόπνοια) ορθόπνους
βαρύτατη μορφή δύσπνοιας η οποία επιτρέπει την αναπνοή μόνον σε όρθια ή καθιστή στάση.