ὀρίνδης

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρίνδης Medium diacritics: ὀρίνδης Low diacritics: ορίνδης Capitals: ΟΡΙΝΔΗΣ
Transliteration A: oríndēs Transliteration B: orindēs Transliteration C: orindis Beta Code: o)ri/ndhs

English (LSJ)

ἄρτος, ὁ,

   A bread made of ὄρυζα, S.Fr.609 (ap.Ath.3.110e), Poll.6.73 (who also has ὀρίνδιον σπέρμα), Hsch. ; ὀρίνδα in Phryn. PSp.93 B. is perh. corrupt. (Loan-word, cf. Mod.Pers. birin[jcaron], gurin[jcaron], Afghan vrižē, Skt. vrīhi 'rice': ὄρυζα comes from the same source.)

German (Pape)

[Seite 378] ἄρτος, ὁ, aus ὄρινδα od. ὄρυζα bereitetes Brot, Soph. frg. 532 bei Ath. III, 110 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρίνδης: ἄρτος, ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐξ ὀρύζης, Σοφ. Ἀποσπ. 532 («ὀρίνδου δ’ ἄρτου μέμνηται Σοφοκλῆς ἐν «Τριπτολέμῳ», ἤτοι τοῦ ἐξ’ ὀρύζης γινομένου, ἢ ἀπὸ τοῦ ἐν Αἰθιοπίᾳ γινομένου σπέρματος, ὅ ἐστιν ὅμοιον σησάμῳ» Ἀθήν. 110Ε)· - ὁ αὐτὸς τύπος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 73 (ὅστις ἔχει καὶ ὀρίνδιον σπέρμα), καὶ παρ’ Ἡσυχ.· ὁ δὲ τύπος ὀρίνδα ἐν Α. Β. 54 εἶναι ἴσως ἐκ παραφθορᾶς.

Greek Monolingual

ὀρίνδης, ὁ (Α)
άρτος παρασκευασμένος από όρυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ' όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ' άλλους, η λ. δηλώνει έναν αιθιοπικό σπόρο φυτού που μοιάζει με σουσάμι, ενώ κατ' άλλους άρτο παρασκευασμένο από ρύζι ή από ένα είδος αιθιοπικού σπόρου που μοιάζει με σουσάμι. Αν η λ., παρ' όλα αυτά, αναφέρεται στο ρύζι, τότε αποτελεί παράλληλο τ. της λ. όρυζα και είναι δάνειο από τη Δυτική Ιρανική (πρβλ. και περσ. birinj, αρμ. brinj). Βλ. και λ. όρυζα].