οστεομαλακία

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

και οστεομαλακυνσία και οστεομαλάκυνση, η
ιατρ. απασβεστωτική νόσος τών οστών με ελάττωση του επιπέδου του ασβεστίου και του φωσφόρου στο αίμα, νόσος που μπορεί να θεραπευθεί με χορήγηση βιταμίνης D.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteomalacia < ὀστέον / ὀστοῦν + -μαλακία (< μαλακός). Ο τ. ὀστεομαλακία μαρτυρείται από το 1849 στον Ν. Κωστή].