οὐδαμινός

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

German (Pape)

[Seite 408] nichtswürdig, nichtsnutzig, nichtig, ohnmächtig, Sp., die auch einen compar. οὐδαμινέστερος gebildet haben.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμῐνός: -ή, -όν, ἀνάξιος λόγου, οὐδενὸς ἄξιος, Μοσχοπούλου π. Ὀνομάτ. Ἀττ. Συλλογὴ ἐν λ. φαῦλον ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐδαμινός· οὐδενὸς λόγου ἄξιός ἐστι. βραχὺς εὐτελής», πρβλ. μηδαμινός.

Greek Monolingual

οὐδαμινός, -ή, -όν και, κατά τον Ηρωδιαν., οὐδάμινος, -η, -ον (Α)
ανάξιος λόγου, τιποτένιος, ευτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμοῦ + κατάλ. -ινός (πρβλ. μηδαμ-ινός)].