πάλμυς
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
υδος, ὁ, Lydian word,
A = βασιλεύς, Hippon.1,15; epith. of the king of the gods, Zeus, Lyc.691: gen. πάλμυδος (Dind. for παλάμυδος) A.Fr.437: acc. Πάλμυν pr. n. in Il.13.792.
German (Pape)
[Seite 453] υος, ὁ, der König; Hipponax frg. 1, 2 bei Tzetz. zu Lycophr. 219; Dosiad. ara (XV, 25); πάλμυς ἀφθίτων, Zeus, Lycophr. 691.
Greek Monolingual
πάλμυς, -υδος, ὁ (ΑΜ)
(ως επίθ. του Διός) βασιλέας, βασιλέας τών πάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λυδική λ., πρβλ. λυδ. talmluš, του οποίου το αρκτικό σύμφωνο δεν σώζεται αλλά ήταν πιθ. χειλοϋπερωϊκός φθόγγος].