παλινδρόμηση

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

η (Μ παλινδρόμησις) παλινδρομώ
η πορεία, η κίνηση προς τα εμπρός και προς τα πίσω εναλλάξ, υποστροφή, αλλ. παλινδρομία
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φυσιολ.) η επάνοδος ενός οργάνου στο αρχικό του μέγεθος, όπως λ.χ. του θύμου αδένα μετά την ήβη, των γυναικείων γεννητικών οργάνων μετά την εμμηνόπαυση, της μήτρας μετά τον τοκετό, ή και ολόκληρου του οργανισμού, όπως συμβαίνει κατά το γήρας
2. τεχνολ. η παλινδρομική κίνηση.