παλινδρόμηση
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Greek Monolingual
η (Μ παλινδρόμησις) παλινδρομώ
η πορεία, η κίνηση προς τα εμπρός και προς τα πίσω εναλλάξ, υποστροφή, αλλ. παλινδρομία
νεοελλ.
1. (ιατρ.-φυσιολ.) η επάνοδος ενός οργάνου στο αρχικό του μέγεθος, όπως λ.χ. του θύμου αδένα μετά την ήβη, των γυναικείων γεννητικών οργάνων μετά την εμμηνόπαυση, της μήτρας μετά τον τοκετό, ή και ολόκληρου του οργανισμού, όπως συμβαίνει κατά το γήρας
2. τεχνολ. η παλινδρομική κίνηση.