πανάριον

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱνάριον Medium diacritics: πανάριον Low diacritics: πανάριον Capitals: ΠΑΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: panárion Transliteration B: panarion Transliteration C: panarion Beta Code: pana/rion

English (LSJ)

τό, = Lat.

   A panarium (Gr. ἀρτοφόριον), S.E.M.1.234.

German (Pape)

[Seite 457] τό, das lat. panarium, nach Sext. Emp. adv. gramm. 234 zu seiner Zeit schon der gewöhnliche Ausdruck für das griechische ἀρτοφόριον.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάριον: τό, τὸ Λατ. panarium, ἡ δὲ ἰσοδύναμος Ἑλληνικὴ λέξις εἶναι ἀρτοφόριον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234˙ - ἐπιγραφὴ τοῦ συγγράμματος τοῦ Ἐπιφανίου κατὰ τῶν Αἱρέσεων.

Greek Monolingual

πανάριον, τὸ (Α)
1. αρτοφόριο, κάνιστρο για ψωμί, πανέρι
2. ως κύριο όν. Πανάριον
τίτλος συγγράμματος του Επιφανίου κατά τών αιρέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. panarium (< panis «άρτος»)].