πανεργέτης

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεργέτης Medium diacritics: πανεργέτης Low diacritics: πανεργέτης Capitals: ΠΑΝΕΡΓΕΤΗΣ
Transliteration A: panergétēs Transliteration B: panergetēs Transliteration C: panergetis Beta Code: panerge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A all-effecting, Ζεύς A.Ag.1486 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 459] ὁ, der Alles Bewirkende, Διὸς πανεργέτα, Aesch. Ag. 1465.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνεργέτης: -ου, ὁ, τὰ πάντα ἐνεργῶν, ἐκτελῶν, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1486.

Spanish

que todo lo ha hecho, creador de todo

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως επίθετο του Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -εργέτης (< ἔργον + επίθημα -έτης, πρβλ. οἰκ-έτης: οἶκος), πρβλ. κακ-εργέτης].