παπαδιά
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
Greek Monolingual
η, ΝΜ
η σύζυγος του παπά, η πρεσβυτέρα
νεοελλ.
μτφ.
1. σεμνότυφη γυναίκα
2. είδος παιχνιδιού
3. ναυτ. α) το εξωτερικό επίπεδο μέρος της πρύμνης του πλοίου, πάνω στο οποίο γράφεται το όνομα του σκάφους καθώς και το λιμάνι και ο αριθμός νηολογίου του
β) ο οίαξ, το δοιάκι
4. μαστίγιο ή ραβδί ή βέργα για την τιμωρία άτακτων παιδιών
5. ζωολ. κοινή ονομασία του ξηροβατικού πτηνού αιγίθαλος, αλλ. παπαδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς + κατάλ. -αδιά (πρβλ. μουσαμ-αδιά)].