δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
réc. c. παραγιγνώσκω.
Α1. αποφασίζω ενάντια στο ορθό και το δίκαιο, πλανώμαι ως προς την κρίση και την απόφαση μου2. παρανομώ («οὐδὲν θαυμαστὸν ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῡ παραγνώναι τοὺς δικαστάς»).