παραγινώσκω

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

réc. c. παραγιγνώσκω.

Greek Monolingual

Α
1. αποφασίζω ενάντια στο ορθό και το δίκαιο, πλανώμαι ως προς την κρίση και την απόφαση μου
2. παρανομώ («οὐδὲν θαυμαστὸν ὑπὲρ τούτων περὶ αὐτοῡ παραγνώναι τοὺς δικαστάς»).