παραβαρύνω
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
και παραβαραίνω
1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω
2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον
3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάρος
β) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω.