παραμαρμαίρω
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
A gleam beside, Onos.29.2.
German (Pape)
[Seite 489] dagegen, daneben schimmern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραμαρμαίρω: λάμπω, ἀκτινοβολῶ πλησίον, Ὀνησάνδρ. Στρατηγ. 29.
Greek Monolingual
Α
λάμπω, ακτινοβολώ πλάι σε κάτι άλλο («πρὸς ἄλληλα παραμαρμαίροντα πρὸς ἀνταύγειαν ἡλιου», Ονήσανδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μαρμαίρω «λάμπω, αστράπτω»].