παράφραση
From LSJ
Greek Monolingual
η / παράφρασις, -άσεως, ἡ, ΝΑ παραφράζω
1. η έκφραση, η διατύπωση του ίδιου πράγματος με άλλες λέξεις
νεοελλ.
1. η ελεύθερη μεταγλώττιση ενός γραπτού κειμένου κατ' έννοια και όχι κατά λέξη, η ελεύθερη απόδοση
2. γλωσσ. εκτενέστερη και πιο σαφής αναδιατύπωση μιας δεδομένης πρότασης
3. εκκλ. τίτλος διαφόρων αποδόσεων του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης
4. μουσ. επανασύνθεση μιας φράσης, μιας μελωδίας, ενός μέρους ή και ολόκληρου μουσικού έργου προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε άλλο
αρχ.
1. περισσότερο εκτεταμένη διασαφήνιση, εξήγηση ή επεξήγηση ενός κειμένου ή ολόκληρου συγγράμματος
2. η μετάφραση στην ελληνική τών Εισηγήσεων του Ιουστινιανού, που αποδίδεται στον Θεόφιλο.