παρερμηνεία

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source

German (Pape)

[Seite 518] ἡ, falsche Auslegung (?), Sp., auch παρερμήνευμα.

Greek (Liddell-Scott)

παρερμηνεία: ἡ, κακὴ ἑρμηνεία, παρεξήγησις ἐκ τοῦ Θησαυρ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

ή, ΝΑ παρερμηνεύω
εσφαλμένη ερμηνεία, παρανόηση, παρεξήγηση από γλωσσική ή άλλη άποψη (α. «παρερμηνεία λέξεως» β. «παρερμηνεία προθέσεως»)
νεοελλ.
παθολογική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από εσφαλμένη κρίση της σημασίας τών ερεθισμάτων που μεταβιβάζονται διά μέσου τών αισθητήριων οργάνων και που συνήθως καταλήγει σε συστηματικό παραλήρημα.