παροίστρησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A frenzy, madness, PMag. Par.1.2489, Tz.H.10.53.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, das Wüthendmachen, Rasen, Eust.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ παροιστρώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παροιστρώ, φρενίτιδα, μανία, παραφροσύνη.