πειραματίζομαι

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Greek Monolingual

1. κάνω πειράματα, εκτελώ δοκιμασίες ή εφαρμογές θεωρητικών γνώσεων, εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις στην πράξη για άσκηση ή παρατήρηση
2. δοκιμάζω, επιχειρώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].