Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πειραματιστής

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

ο, θηλ. πειραματίστρια
1. αυτός που πειραματίζεται, που εκτελεί πειράματα
2. ο ειδικός στην εκτέλεση πειραμάτων, ιδίως επιστημονικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, -ατος + κατάλ. -ιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].