πεπαντικός

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπαντικός Medium diacritics: πεπαντικός Low diacritics: πεπαντικός Capitals: ΠΕΠΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pepantikós Transliteration B: pepantikos Transliteration C: pepantikos Beta Code: pepantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to ripen or soften, c. gen., πτυάλου Hp.Acut.66 ; π. δύναμις Dsc.5.125 ; π. μέλος (of music) soothing strain, prob. cj. in Iamb.VP25.113.

German (Pape)

[Seite 559] reif machend, erweichend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πεπαντικός: -ή, -όν, μαλακτικός, μετὰ γεν., λουτρὸν πτυέλου πεπαντικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πεπαίνω
1. αυτός που συντελεί στην ωρίμαση ή στο μαλάκωμα, μαλακτικός («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.)
2. φρ. «πεπαντικὸν μέλος» — κατευναστικό, καταπραϋντικό τραγούδι.