πεοίδης

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεοίδης Medium diacritics: πεοίδης Low diacritics: πεοίδης Capitals: ΠΕΟΙΔΗΣ
Transliteration A: peoídēs Transliteration B: peoidēs Transliteration C: peoidis Beta Code: peoi/dhs

English (LSJ)

ες,

   A with a swollen πέος, Com.Adesp.1111.

German (Pape)

[Seite 559] ες, mit geschwollenem od. dickem männlichem Gliede, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πεοίδης: -ες, «ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς αἰδοῖον ἔχων» Α. Β. 72, 26 ἐν λέξ. χελυνοίδης.

Greek Monolingual

-ες, Α
αυτός που έχει μεγάλο και χοντρό πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο ενός αμάρτυρου πεοιδῶ (< πέος + οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»), πρβλ. ενοιδής < ἐνοιδῶ].