πεοίδης
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ες,
A with a swollen πέος, Com.Adesp.1111.
German (Pape)
[Seite 559] ες, mit geschwollenem od. dickem männlichem Gliede, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πεοίδης: -ες, «ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς αἰδοῖον ἔχων» Α. Β. 72, 26 ἐν λέξ. χελυνοίδης.
Greek Monolingual
-ες, Α
αυτός που έχει μεγάλο και χοντρό πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο ενός αμάρτυρου πεοιδῶ (< πέος + οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»), πρβλ. ενοιδής < ἐνοιδῶ].