περικύκλιο
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. στρώμα παρεγχυματικών κυττάρων που βρίσκεται μεταξύ της ενδοδερμίδας, δηλαδή του εσώτατου στρώματος του φλοιού, και τών αγωγών στοιχείων στη ρίζα ενός φυτού και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον βλαστό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pericycle < περίκυκλος «στρογγυλός, σφαιρικός»].