περικρεμής

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρεμής Medium diacritics: περικρεμής Low diacritics: περικρεμής Capitals: ΠΕΡΙΚΡΕΜΗΣ
Transliteration A: perikremḗs Transliteration B: perikremēs Transliteration C: perikremis Beta Code: perikremh/s

English (LSJ)

ές,

   A hanging, cj. for περικρατές in Opp.H.4.541.    II c. dat., hung round with, ἀγάλμασι Luc.Trag.142.

German (Pape)

[Seite 581] ές, darum od. daran hangend, ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι, Luc. Tragodop. 141, ein Tempel, in welchem Geschenke aufgehängt sind.

Greek (Liddell-Scott)

περικρεμής: -ές, ἔχων κρεμάμενα ὁλόγυρα …, ἀναθήμασι Λουκ. Τραγῳδοποδ. 141.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rempli de choses suspendues.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

-ές, Α περικρεμάννυμι
1. αναρτημένος γύρω από κάτι
2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.).