περίστομος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A presenting a front all round, τετράπλευρον Ascl. Tact.11.6.
German (Pape)
[Seite 594] rings herum oder auf beiden Seiten, od. mehrere Oeffnungen habend, Ael. Tact.
Greek (Liddell-Scott)
περίστομος: -ον, (στόμα) ὁ παρουσιάζων πανταχόθεν στόμα ἤτοι μέτωπον, ἐπὶ στρατοῦ, Αἰν. Τακτ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει από παντού στόματα
2. (για στρατό) αυτός που έχει μέτωπα γύρω γύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος].