περίφρακτος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφρακτος Medium diacritics: περίφρακτος Low diacritics: περίφρακτος Capitals: ΠΕΡΙΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: períphraktos Transliteration B: periphraktos Transliteration C: perifraktos Beta Code: peri/fraktos

English (LSJ)

ον,

   A fenced round: Subst. -φρακτον, τό, enclosure, IG3.1866, Plu. Thes.12, Luc.Bacch.6.

German (Pape)

[Seite 599] eingezäunt, eingeschlossen, Luc. Bacch. 6. Auch τὸ περ., das Gehege, Plut. Thes. 12.

Greek (Liddell-Scott)

περίφρακτος: -ον, πεφραγμένος ὁλόγυρα, Βυζ.˙ ― τὸ π., περίφραγμα, Πλουτ. Θησ. 12, Λουκ. Διόνυσ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré d’une clôture ou d’une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.
Étymologie: περιφράσσω.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίφρακτος, -ον, ΝΜΑ, και περίφραχτος Ν
περιφράσσω
περιφραγμένος, κλεισμένος γύρω γύρω με φράχτη
νεοελλ.
φρ. «περίφρακτες πεδιάδες» — χαρακτηριστικές περιοχές στην επιφάνεια της Σελήνης που μοιάζουν με κρατήρες με επίπεδους πυθμένες.