πεφεισμένως
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
Adv., (φείδομαι)
A sparingly, cautiously, D.S.31.31, Vett.Val.187.6, Hippiatr.96, Ael.NA7.45, etc.: c. gen., π. ἔχουσα τοῦ στόματος ib.6.24.
German (Pape)
[Seite 607] adv. zum partic. perf. pass. von φείδομαι, schonend, sparsam, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεφεισμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ φείδομαι, μετὰ φειδοῦς, φειδωλῶς, Ἱππ. 1139F, Αἰλ. π. Ζ. 7. 45, κτλ.· μετὰ γεν., Αἰλ. 6. 24.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec parcimonie.
Étymologie: part. pf. de φείδομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. με φειδώ, με προφύλαξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφεισμένος του φείδομαι.