πηδηχτός
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monolingual
και πηδητός, -ή, -ό, Ν πηδώ
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την τάση να πηδάει
2. εκείνος που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ πηδηχτός μάς ήρθε»)
3. αυτός που εκτελείται με πηδήματα («πηδηχτός χορός»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο πηδηχτός
ονομασία χορού.
επίρρ...
πηδηχτά
με πηδήματα.