πηδηχτός

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

και πηδητός, -ή, -ό, Ν πηδώ
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την τάση να πηδάει
2. εκείνος που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ πηδηχτός μάς ήρθε»)
3. αυτός που εκτελείται με πηδήματα («πηδηχτός χορός»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο πηδηχτός
ονομασία χορού.
επίρρ...
πηδηχτά
με πηδήματα.