πικρίδα

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

η / πικρίς, -ίδος, ΝΜΑ
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα, γνωστό παλαιότερα με την ονομασία αγιόσηρις, με 40 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή τέσσερα, με γνωστότερο το είδος που φέρει την κοινή ονομασία αγριοζοχός
αρχ.
το φυτό κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα -ίς, -ίδος. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. picris].