πιθηκίζω
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
A play the ape, of flatterers, Lib.Ep.424.1, 1397.5 :—Med., Sch.rec.D.18.242 (viii p.325 Dindorf) : barbarous form ἐπιτήκιζι or ἐπιτήκιζε cj. for ἐπιθηκίζει in Ar.Th.1133.
German (Pape)
[Seite 613] sich wie ein Affe gebehrden, sich affenhaft benehmen, Ar. Vesp. 1290; vgl. B. A. 34.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πίθηκος
φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους
νεοελλ.
μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον, κάνω σούζες.