πλαγιοβάδιση

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ο συνηθισμένος αργός βηματισμός του αλόγου που εκτελείται σε τέσσερεις χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + βάδιση (< βαδίζω). Η λ., στον λόγιο τ. πλαγιοβάδισις, μαρτυρείται από το 1891 στον Κ.Α. Μαυρομιχάλη].