πλάστιγγα

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source

Greek Monolingual

η / πλάστιγξ, -ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α
ο καθένας από τους δίσκους του ζυγού, της ζυγαριάς
νεοελλ.
1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων
2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» — λέγεται στις περιπτώσεις που ένα άτομο ή ένα σύνολο αποκτά υπεροχή έναντι άλλου.