πλεξίδα

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

και πλεξούδα, η, Ν
1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα
2. πλέγμα από σκόρδα και κρεμμύδια, πλεξάνα και, γενικά, καθετί πλεγμένο σε αρμαθιά
3. ναυτ. είδος σχοινιού, πλεκτή, κν. σαλαμάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλεξίδα έχει σχηματιστεί από το υποκορ. πλεξίδι με κατάλ. -α (πρβλ. χωράφι > χωράφα, ξυράφι > ξηράφα), ενώ ο τ. πλεξούδα από το υποκορ. πλεξούδι].